-
1 галантерея
-
2 галантерейный
галантерейныйприл τῶν ψιλικών:\галантерейныйейные товары τά ψιλικά, τά εἰδη τουαλέτας· \галантерейный магазин (τό) κατάστημα ψιλικών, τά κατάστημα είδῶν τουαλέτας. -
3 галантерея
галантер||еяж τά ψιλικά, τά εἰδη τουαλέτας/ τό κατάστημα ψιλικών (магазин). -
4 галантерея
-и θ.τα ψιλικά, ψιλικατζίδικο. -
5 мелочный
επ.1. μικρός•-ая торговля μικρεμπόριο•
-ые расходы μικροέξοδα•
-ые подробности μικρολεπτομέρειες•
-ые интересы μικροσυμφέροντα.
2. μικροπρεπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, τιποτένιος•мелочный человек μικροπρεπής άνθρωπος•
-ые придирки μικροπροφάσεις.
|| ασήμαντος, αναξιόλογος•-ая новость ασήμαντο νέο.
3. -ой παλ. λιανικός•-ая лавка ψιλικατζίδικο•
мелочный лавочник ή торговец ψιλικατζής•
-ая лавочница η ψιλικατζού•
товар τα ψιλικά•
-ая продажа λιανική πώληση.
-
6 щепетильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. παλ. του ψιλικάδικου και αρωματοπωλείου•-ая лавка ψιλικατζήδικο, μαγαζί ψιλικών και αρωμάτων•
-ые товары τα ψιλικά.
2. κομψός, της μόδας, σικ.3. λεπτολόγος, μικρολόγος• φιλόνικος.4. σχολαστικός, τυπικός• αυστηρής τήρησης αρχών, κανόνων.5. λεπτών τρόπων ή ιδιαίτερου τακτ• ιδιαίτερης προσοχής•щепетильный вопрос λεπτό ζήτημα.
См. также в других словарях:
ψιλικά — το 1. χρήμα μικρής αξίας, κέρμα. 2. ο πληθ., ψιλικά τα είδη εμπορίου μικρής αξίας: Έχει κατάστημα ψιλικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιλικά — τα, Ν βλ. ψιλικό … Dictionary of Greek
ψιλικά — ψῑλικά , ψιλικός of neut nom/voc/acc pl ψῑλικά̱ , ψιλικός of fem nom/voc/acc dual ψῑλικά̱ , ψιλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
γέλγη — γέλγη, τα και γέγλη, η (Α) 1. τα ψιλικά 2. το ψιλικατζίδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λέξη άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους παλιά αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το γέλγις*] … Dictionary of Greek
καζαντζής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. & 2. Δημήτριος και Ιωάννης. Πήραν μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν. 3. Λάμπρος. Συμμετείχε στην πολιορκία της Ακρόπολης και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επίθεσης … Dictionary of Greek
ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ … Dictionary of Greek
ρωπογράφος — (I) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + γράφος*]. (II) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά.… … Dictionary of Greek
ρωποπερπερήθρα — ἡ, ΜΑ χυδαία και ανόητη φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα ήθρα (πρβλ. κολυμβ ήθρα)] … Dictionary of Greek
ρωποπώλης — ο / ῥωποπώλης, ΝΑ πωλητής μικρών και ευτελών πραγμάτων, ψιλικατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά» + πώλης*] … Dictionary of Greek
ρωποστωμυλήθρα — ἡ, Α ῥωποπερπερήθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά + στωμυλήθρα «φλυαρία»] … Dictionary of Greek