Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τα ψιλικά

  • 1 галантерея

    галантерея ж τα ψιλικά
    * * *
    ж
    τα ψιλικά

    Русско-греческий словарь > галантерея

  • 2 галантерейный

    галантерейный
    прил τῶν ψιλικών:
    \галантерейныйейные товары τά ψιλικά, τά εἰδη τουαλέτας· \галантерейный магазин (τό) κατάστημα ψιλικών, τά κατάστημα είδῶν τουαλέτας.

    Русско-новогреческий словарь > галантерейный

  • 3 галантерея

    галантер||ея
    ж τά ψιλικά, τά εἰδη τουαλέτας/ τό κατάστημα ψιλικών (магазин).

    Русско-новогреческий словарь > галантерея

  • 4 галантерея

    θ.
    τα ψιλικά, ψιλικατζίδικο.

    Большой русско-греческий словарь > галантерея

  • 5 мелочный

    επ.
    1. μικρός•

    -ая торговля μικρεμπόριο•

    -ые расходы μικροέξοδα•

    -ые подробности μικρολεπτομέρειες•

    -ые интересы μικροσυμφέροντα.

    2. μικροπρεπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, τιποτένιος•

    мелочный человек μικροπρεπής άνθρωπος•

    -ые придирки μικροπροφάσεις.

    || ασήμαντος, αναξιόλογος•

    -ая новость ασήμαντο νέο.

    3. -ой παλ. λιανικός•

    -ая лавка ψιλικατζίδικο•

    мелочный лавочник ή торговец ψιλικατζής•

    -ая лавочница η ψιλικατζού•

    товар τα ψιλικά•

    -ая продажа λιανική πώληση.

    Большой русско-греческий словарь > мелочный

  • 6 щепетильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. παλ. του ψιλικάδικου και αρωματοπωλείου•

    -ая лавка ψιλικατζήδικο, μαγαζί ψιλικών και αρωμάτων•

    -ые товары τα ψιλικά.

    2. κομψός, της μόδας, σικ.
    3. λεπτολόγος, μικρολόγος• φιλόνικος.
    4. σχολαστικός, τυπικός• αυστηρής τήρησης αρχών, κανόνων.
    5. λεπτών τρόπων ή ιδιαίτερου τακτ• ιδιαίτερης προσοχής•

    щепетильный вопрос λεπτό ζήτημα.

    Большой русско-греческий словарь > щепетильный

См. также в других словарях:

  • ψιλικά — το 1. χρήμα μικρής αξίας, κέρμα. 2. ο πληθ., ψιλικά τα είδη εμπορίου μικρής αξίας: Έχει κατάστημα ψιλικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψιλικά — τα, Ν βλ. ψιλικό …   Dictionary of Greek

  • ψιλικά — ψῑλικά , ψιλικός of neut nom/voc/acc pl ψῑλικά̱ , ψιλικός of fem nom/voc/acc dual ψῑλικά̱ , ψιλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • γέλγη — γέλγη, τα και γέγλη, η (Α) 1. τα ψιλικά 2. το ψιλικατζίδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης λέξη άγνωστης ετυμολ. Αναφέρεται σε κουρέλια και παντός είδους παλιά αντικείμενα. Πιθανώς συνδέεται με το γέλγις*] …   Dictionary of Greek

  • καζαντζής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. & 2. Δημήτριος και Ιωάννης. Πήραν μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν. 3. Λάμπρος. Συμμετείχε στην πολιορκία της Ακρόπολης και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επίθεσης …   Dictionary of Greek

  • ρωπικός — ή, ό / ῥωπικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῶπος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αποτελείται από μικρά και ευτελή πράγματα 2. (το ουδ. πληθ. ώς ουσ.) τα ρωπικά και τὰ ῥωπικά μικρά και ευτελή πράγματα, μικροαντικείμενα, μικροεμπορεύματα, ψιλικά αρχ. 1. (για πράγμ …   Dictionary of Greek

  • ρωπογράφος — (I) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει συνηθισμένα, κοινά, ευτελή αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή πράγματα» + γράφος*]. (II) ο / ῥωπογράφος, ΝΑ ζωγράφος που ζωγραφίζει θάμνους, καρπούς, φρύγανα, νεκρά θηράματα κ.ά.… …   Dictionary of Greek

  • ρωποπερπερήθρα — ἡ, ΜΑ χυδαία και ανόητη φλυαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα ήθρα (πρβλ. κολυμβ ήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • ρωποπώλης — ο / ῥωποπώλης, ΝΑ πωλητής μικρών και ευτελών πραγμάτων, ψιλικατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά» + πώλης*] …   Dictionary of Greek

  • ρωποστωμυλήθρα — ἡ, Α ῥωποπερπερήθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά + στωμυλήθρα «φλυαρία»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»